χιόνι

χιόνι
Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή εξαιτίας της στερεοποίησης των υδρατμών. Οι παγοκρύσταλλοι, από τους οποίους αποτελείται το χ., έχουν βασικά εξαγωνικό σχήμα με μεγάλη ποικιλία μορφών, αλλά κατά την πτώση τους ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τις νιφάδες, που παρουσιάζουν συνήθως ακανόνιστο σχήμα και έχουν μεγάλες σχετικά διαστάσεις. Για να έχουμε πτώση νιφάδων χ. πρέπει η θερμοκρασία του αέρα να είναι πολύ κοντά στο μηδέν, επειδή ο πολύ ψυχρός αέρας παρουσιάζει μικρή υγρασία: αν η θερμοκρασία είναι μόλις επάνω από το μηδέν έχουμε πτώση χ. μάλλον υγρού βαρέος, που αποτελείται από νιφάδες με διαστάσεις οι οποίες προσεγγίζουν ακόμα και μερικά εκατοστά· σε μερικούς βαθμούς κάτω από το μηδέν το χ. είναι λεπτό, ξηρό και ανθεκτικό. Σε επαφή με το έδαφος, το χ. μπορεί να λιώσει σχεδόν αμέσως αν η επιφάνεια που το δέχεται είναι σχετικά θερμή ή μπορεί να διατηρηθεί επάνω σε αυτήν για μια περίοδο που ποικίλλει αρκετά. Η πυκνότητα των στρωμάτων που σχηματίζονται από την πτώση του χ. διαφέρει πολύ· έτσι, τα κατώτερα στρώματα είναι πυκνότερα (περίπου 0,4 gr/cm3) από τα ανώτερα (κατά μέσο όρο 0,1 gr/cm3)· η συσσώρευση χ. επί του εδάφους μπορεί να εξαρτάται σημαντικά, μεταξύ άλλων, από τα ρεύματα αέρα που το μεταφέρουν πριν και μετά την πτώση του, σχηματίζοντας σε διάφορα μέρη σωρούς ή λοφίσκους χ., εκτός από τους κυματισμούς πάνω στη χιονισμένη επιφάνεια και τις κρούστες χ. Το πάχος του στρώματος του χ. εξαρτάται κατά κανόνα από το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο· άλλος παράγοντας που επηρεάζει εποχικά την πτώση του χ., είναι η ηπειρωτικότητα των εύκρατων περιοχών. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν τα μόνιμα χ. αυτά δηλαδή που δεν λιώνουν αλλά διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους επί του εδάφους και μάλιστα συσσωρεύονται με την πάροδο των ετών, σχηματίζοντας πρώτα τη χιονοστιβάδα (ή firn, δηλαδή συσσώρευση χ. και πάγου) και κατόπιν τον παγετώνα. Το όριο των μόνιμων χ. (ονομάζονται επίσης, ίσως όχι κατά κυριολεξία, αιώνια χ., εφόσον με την πάροδο του χρόνου δέχονται πάντοτε ένα κύκλο –κάποτε βραχύτατο– αντικατάστασης) μεταβάλλεται φυσικά με τους παράγοντες που αναφέραμε και με τις διάφορες γεωλογικές εποχές και περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν σε κλιματικές και μορφολογικές εναλλαγές της γήινης επιφάνειας. Το χαρακτηριστικό λευκό χρώμα του χ. (εξαιτίας των παγοκρυστάλλων που ανακλούν όλα τα χρώματα της ίριδας) μπορεί σε μερικές περίπτωσης να μεταβληθεί σε κόκκινο ή πράσινο ή κίτρινο με διάφορες αποχρώσεις εξαιτίας της παρουσίας μέσα σε αυτό πολύ μικρών μονοκύτταρων φυκών (κρυοπλαγκτόν) στα οποία οφείλονται οι χρωματισμοί αυτοί· πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι το χ. μπορεί να σπινθηροβολεί στον Ήλιο με μορφή μικρότατων ιριδισμών, παρόμοιων με αυτούς που παράγονται κατά τη διάθλαση και περίθλαση του φωτός στα κρύσταλλα των πολυελαίων. Μεγάλη σημασία έχει το χ. για τη γεωργία κατά την ψυχρή περίοδο εξαιτίας της προστασίας που παρέχει στους σπόρους και στα φυτά από τους ισχυρούς παγετούς και εξαιτίας της απόδοσης μεγάλης ποσότητας νερού. Αναρριχητές στις χιονισμένες Γαλλικές Άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). Χιονοκρύσταλλοι σε μεγέθυνση: έχουν πάντα το χαρακτηριστικό σχήμα των αστέρων με έξι ακτίνες, σε διαφορετικά αλλά πάντοτε συμμετρικά σχέδια. Χιονισμένο τοπίο στη Γερμανία (φωτ. ΑΠΕ). Το Νταβός της Ελβετίας φιλοξενεί λάτρεις των χειμερινών σπορ.
* * *
το / χιόνιν, ΝΜ [χιών, χιόνος]
1. (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα από νερό σε στερεά κατάσταση το οποίο κρυσταλλώνεται στην ατμόσφαιρα και πέφτει στην επιφάνεια τής Γης με τη μορφή ελαφρών λευκών νιφάδων
2. συνεκδ. οι νιφάδες, καθώς και το στρώμα που αυτές σχηματίζουν στο έδαφος
3. μτφ. καθετί που είναι λευκό σαν το χιόνι (α. «τα μαλλιά του ήταν άσπρα σαν χιόνι» β. «τὸν δάον τὸν ἐκαβαλλίκευσεν
ὡς χιόνιν ἧτο ἄσπρος», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πράγμα πολύ ψυχρό («τα χέρια μου έγιναν χιόνι»)
β) πράγμα κατάλευκο («με το καινούργιο απορρυπαντικό, τα ασπρόρουχα έγιναν χιόνι»)
2. φρ. α) «μαθημένα τα βουνά στα χιόνια» — δηλώνει ότι ο άνθρωπος που έχει μεγάλη πείρα τής ζωής δεν πτοείται από τις αντιξοότητές της
β) «σαν τα χιόνια» — παιγνιώδης αναφώνηση σε επισκέπτη που έχει να φανεί πολύ καιρό
γ) «μέ αγαπά σαν το χιόνι στον κόρφο του» — μέ αποστρέφεται, μέ μισεί
δ) «σαν [το] χιόνι στον κόρφο μου» — εκφράζει φρίκη ή απέχθεια
ε) «διασκόπηση χιονιού»
(μετεωρ.) υδρολογική έρευνα κατά την οποία λαμβάνονται δείγματα χιονιού με ειδικούς πυρηνολήπτες από ένα εποχικό χιονοκάλυμμα
στ) «τήξη χιονιού»
(μετεωρ.) διεργασία κατά την οποία το χιόνι μετατρέπεται σε νερό
ζ) «γραμμή διαρκούς χιονιού»
(μετεωρ.) το κατώτατο όριο τού μόνιμου χιονιού, αυτού δηλαδή που δεν προλαβαίνει να λειώσει κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού προτού πέσει καινούργιο το φθινόπωρο, αλλ. γραμμή αιώνιου χιονιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιόνι — το 1. νερό σε στερεή κατάσταση που σχηματίζεται στα σύννεφα και πέφτει στη γη: Πέφτει χιόνι. 2. πράγμα ψυχρό: Του έπιασα τα πόδια και είναι χιόνι. 3. πράγμα κατάλευκο: Έπλυνε τα πουκάμισα και τα καμε χιόνι. 4. φρ., «Eίναι μαθημένα τα βουνά από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιόνι — χιών snow fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χίονι — Χίονις fem voc sg Χιόνις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχιονιστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη διάνοιξη περάσματος ανάμεσα από το χιόνι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ε. που μπορούν να διαχωριστούν γενικά σε μηχανές που διασχίζουν το χιόνι και σε μηχανές που καθαρίζουν το χιόνι. Οι μηχανές που διασχίζουν το χιόνι,… …   Dictionary of Greek

  • χιονίζω — ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. καλύπτω με χιόνι 2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζει ρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῡτα τὰ χωρία», Ηρόδ.) 3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνι νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κατανείφω — και κατανίφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.) 2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.) 3. απρόσ. κατανείφει χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νείφω «καλύπτω με… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”